- καλυμμαύχι
- και καλυμμαύκι(ον), το (Μ καλυμμαύχι[ν] και καλυμμαύκι[ν] και καλυμμαύχιον)βλ. καμηλαύκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλυμμαύχι ή καμηλαύκι — Κάλυμμα της κεφαλής των ιερέων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει σχήμα κυλινδρικό με γείσο στο πάνω μέρος. Το κ. που φορούν οι Έλληνες κληρικοί είναι μαύρο, ενώ αυτό που φορούν οι κληρικοί των Σλαβικών Εκκλησιών είναι ιώδες. Κ., χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
καμηλαύκι — και καλυμμαύχι και καλυμμαύκι, το (Μ καμηλαύκι και καμηλαύκιν και καμηλλαύκιον και καμελαύκιον και καμελλαύκιον και καμηλαύχι[ο]ν και καλυμμαύχι[ν]) το μαύρο, ψηλό και κυλινδρικό κάλυμμα τής κεφαλής τών ορθόδοξων κληρικών μσν. κάθε κάλυμμα… … Dictionary of Greek
επανωκαλύμ(μ)αυκο(ν) — και επανωκαμήλ(λ)αυκο(ν), το (Μ ἐπανωκαμελλαύκιον και ἐπανωκαμελλαύχιν και ἐπανωκαμήλ(λ)αυκον) μαύρο κάλυμμα που τό έριχναν πάνω στο καλυμμαύχι τών μοναχών και κυρίως τών επισκόπων και τών αρχιμανδριτών και σκέπαζε το κεφάλι και τον αυχένα … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
Νοταράς, Λουκάς — (15ος αι.). Κορυφαίος πολιτικός αξιωματούχος των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου κι ένα από τα πρώτα θύματα της τουρκικής κατάκτησης. Λεπτομέρειες για τα νεανικά του χρόνια δεν είναι γνωστές· ξέρουμε μόνο ότι καταγόταν από επιφανή βυζαντινή… … Dictionary of Greek
επανωκαλύμμαυχο, το — και (ε)πανωκαλύμμαυκο, το και επανωκαμήλαυκο, το κομμάτι μαύρου υφάσματος που καλύπτει το καλυμμαύχι και φτάνει ως τους ώμους επισκόπου, αρχιμανδρίτη ή καλόγερου ως διακριτικό γνώρισμα της μοναχικής τους ιδιότητας, το επιρριπτάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)